- ψυχρολογήσαντας
- ψυχρολογέωtalk nonsenseaor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχρολογώ — έω, Α [ψυχρολόγος] είμαι ψυχρολόγος*, μιλώ με κρύα, ανούσια λόγια («τοὺς προειπόντας ὡς ψυχρολογήσαντας σκώπτειν θέλει», Σχόλ. Αριστοφ.) … Dictionary of Greek